Ημέρες και ώρες παραστάσεων: 22, 23, 24, 25, 26, 30 Μαρτίου και 5, 6, 7, 8, 11, 12 Απριλίου στις 21:15
Στις 25 και 26 Μαρτίου και στις 8 Απριλίου, διπλή παράσταση και στις 18:30.
Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Johann Wolfgang von Goethe “Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου”, σε μετάφραση της Στέλλας Νικολούδη
Έχω πολλά μέσα μου. Τόσα πολλά. Αλλά αγάπη; Αγάπη!
Δεν τη χωράω. Δεν τη χωράω την αγάπη, μέσα μου…
Στις 29 Οκτωβρίου του 1772, ο Carl Wilhelm Jerusalem αυτοκτονεί στην επαρχιακή πόλη του Wetzlar της Γερμανίας. O νεαρός τότε Goethe ξαφνιάζεται και αναστατώνεται από το θάνατο εκείνου τον οποίο αποκαλούσε χαμογελώντας «ο ερωτευμένος», όταν τον συναντούσε να περιπλανιέται στο φεγγαρόφωτο. Η απροσδόκητη σύνδεση του Goethe με τον Jerusalem ως προς την περιφρονητική στάση της κοινωνίας στο πρόσωπό τους, την κακή σχέση που και οι δύο είχαν με τους προϊσταμένους τους καθώς και τη σύμπτωση του να ερωτευτούν χωρίς ανταπόκριση, οδηγούν τον έναν στην αυτοκτονία και τον άλλον στη συγγραφή του επιστολογραφικού μυθιστορήματος «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου».
Το νεανικό επιστολογραφικό μυθιστόρημα του Γκαίτε (1749 – 1832), Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, από την πρώτη του κιόλας έκδοση, το 1774, γνώρισε τεράστια επιτυχία και επηρέασε έντονα τα ήθη της εποχής. Θεωρήθηκε σύμβολο του κινήματος Sturm und Drang (Θύελλα και Ορμή), πρόδρομου του κινήματος του ρομαντισμού και άσκησε έντονη επιρροή στην τέχνη και τη φιλοσοφία. Με το έργο αυτό επιλέγει να κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο κοινό, η νεοσύστατη ομάδα 400 lbs. Ο ήρωας του Γκαίτε, ένας νέος που τον χαρακτηρίζει η αθωότητα αλλά και η επιπολαιότητα της ηλικίας του, γεμάτος ορμή και πάθος, εγκαταλείπει την πόλη για να ζήσει σε μία επαρχιακή κωμόπολη. Εκεί γνωρίζει τη Λόττε, η οποία είναι λογοδοσμένη με έναν άλλο νέο. Ο ανεκπλήρωτος έρωτάς του για εκείνη γρήγορα θα τον σπρώξει μακριά, σε μια άλλη πόλη, σε μια άλλη ζωή πλήρως αντίθετη με τη φύση του. Η σύγκρουσή του με την αριστοκρατία της πόλης, τον οδηγεί να αποσυρθεί και πάλι πίσω στην επαρχία και τη Λόττε. Με την επιστροφή του γράφεται και ο επίλογος του δράματος.
Η παράσταση ωστόσο δεν επικεντρώνεται στην αυτοκτονία του Βέρθερου, που αποτελεί μία τις πλέον γνωστές λύσεις στην ιστορία της λογοτεχνίας, αλλά στην υπαρξιακή του αγωνία πριν από την πράξη αυτή. Στην μεγάλη του προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή, τη στιγμή που διανύει μια προδιαγεγραμμένη πορεία προς το θάνατο. Ο Βέρθερος είναι μία ιστορία σκληρότητας, μία ιστορία επιβολής της λογικής της ευρύτερης κοινωνίας πάνω σε έναν απέραντα ευαίσθητο άνθρωπο που φυλλοροεί. Σε μία αφήγηση σαν εξομολόγηση, που ακολουθεί πιστά το ίδιο το επιστολογραφικό μοτίβο του μυθιστορήματος η ομάδα προσπαθεί να αφηγηθεί αυτήν ακριβώς την ιστορία. Γράφει ο Γκαίτε στα απομνημονεύματά του: «Είχα ζήσει, είχα αγαπήσει, είχα υποφέρει πολύ. Θα ήταν άσχημο αν ο καθένας δεν είχε περάσει στη ζωή του μια εποχή που να του φαίνεται ότι ο Βέρθερος είχε γραφτεί αποκλειστικά γι αυτόν».
Μέσα στο κλίμα των ημερών, η ομάδα 400 lbs, που δημιουργήθηκε από νέους ηθοποιούς – πρόσφατους αποφοίτους δραματικών σχολών, συστήνεται για πρώτη φορά στο κοινό, με μια παράσταση που στοίχημά της έχει μια στιγμή πραγματικής συναισθηματικής σύνδεσης, μια ειλικρινή συνάντηση με το θεατή. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος λέει για την επιλογή του έργου:
«Το έργο το είχα ξεχωρίσει ήδη από τα φοιτητικά μου χρόνια στη δραματική σχολή. Αποφοίτησα λίγους μήνες πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Ένα προσωπικό βίωμα, καθώς και το αποτύπωμα του εγκλεισμού στην κοινωνία και τις τέχνες, με έκαναν να επιστρέψω στο κείμενο. Ξαναδιαβάζοντάς τον Βέρθερο ένιωσα πως έπρεπε να μοιραστώ αυτή την ιστορία, αυτή τη συγκίνηση. Αυτό που επιχειρούμε ως ομάδα, έρχεται από τη βαθιά μας πίστη πως αξίζει να σκύψει πάνω από στην ομορφιά και την αγριότητα του ανθρώπινου αισθήματος, την ώρα που τα πάντα γύρω μας λένε το αντίθετο. Οι προηγούμενες γενιές μας τα έμαθαν όλα όχι όμως πώς να αισθανόμαστε (ή τουλάχιστον αυτό συνέβη σε εμένα). Και πάνω σε αυτή τη σκέψη αναρωτιέμαι: Αυτή η πάλη, με τον εαυτό σου, με τους ανθρώπους γύρω σου, δεν είναι μέρος της ζωής; Σαν ένα βρέφος! Πρώτα ψηλαφίζεις το κόσμο. Ύστερα στέκεσαι στα πόδια σου. Μετά πέφτεις. Και σηκώνεσαι. Και ξανά το ίδιο. Κι αφού μάθεις να στέκεσαι, έρχονται όλα τα υπόλοιπα. Πώς αλλιώς;».