Η Nova Melancholia παρουσιάζει ένα παραστασιακό δίπτυχο αποτελούμενο από τις παραστάσεις ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ και VANITAS. Πρόκειται για δύο διακριτά μέρη που λειτουργούν συμπληρωματικά με κοινές αναφορές στην Ιστορία της τέχνης αλλά και σε κινηματογραφικούς αστέρες. Δύο παραστάσεις με “camp” διάθεση που περιπαίζουν τον θάνατο.
ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ
Η παράσταση είναι το σύνολο των πολιτισμικών αναφορών της. Αναδιφώντας στην παράδοση του μαρτυρίου του Αγίου Σεβαστιανού, όπως αυτή αναδιατυπώνεται μέσα από την πυκνή εικονιστική αναπαράσταση στη Δυτική τέχνη από την πρώιμη Αναγέννηση και μετά, εστιάζουμε σε έννοιες / αισθήσεις / σύμβολα, που αγγίζουν τη δική μας ευαισθησία και το φαντασιακό. Ο Σεβαστιανός είναι ένα πολυπρισματικό αρχέτυπο, ένα καλειδοσκόπιο, ένα άβαταρ επιθυμιών και διαθέσεων. Διαβάζουμε ποιήματα, αναπαριστούμε πίνακες, ακκιζόμαστε, ποζάρουμε, τραγουδάμε, χορεύουμε, εμπνεόμαστε από την παράδοση ενός έκκεντρου, πειραματικού κινηματογράφου. Μας ενδιαφέρουν οι συν-αισθηματικές και ενσώματες πρακτικές μέσω των οποίων εμείς σήμερα μπορούμε να σχετιστούμε με ένα τέτοιο σύμβολο.
Ο Σεβαστιανός συσχετίζεται με τη νεότητα, την ομορφιά, τον αθλητισμό, την τοξοβολία, τον σαρκικό πόνο, την ηδυπάθεια, τον ομοερωτισμό, τον μαρτυρικό θάνατο. Μία πρωταρχική συνυποδήλωση γύρω από τον Άγιο Σεβαστιανό (ήδη από τα Μεσαιωνικά χρόνια) είναι η Πανούκλα, ο Μαύρος θάνατος. Συσχετίζουμε την παράδοση του ομοερωτισμού γύρω από τη μορφή του Σεβαστιανού, με την ασθένεια του AIDS που θεωρήθηκε στα 80’s και 90’s ένα είδος «πανούκλας των ομοφυλόφιλων». Όπως οι άνθρωποι στην αυγή της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας, έτσι κι εμείς σήμερα καταφεύγουμε στον Άγιο Σεβαστιανό ως σύμβολο αποτροπαϊκό του κακού. Η παράσταση αφιερώνεται σε όσους παίρνουν το ρίσκο να περάσουν από το όραμα στο βίωμα, από την αναπαράσταση στην παράσταση διακινδυνεύοντας το παρανάλωμα της ύπαρξης.
VANITAS
Η περφόρμανς της ομάδας Nova Melancholia είναι ένας σκηνικός στοχασμός γύρω από την έννοια vanitas. Η παράσταση αρθρώνεται μέσα από την (αντι)παράθεση της συγκινησιακής φόρτισης του ήχου της ηλεκτρικής κιθάρας και του κυνικού και συχνά αστείου λόγου του Andy Warhol. Η περφόρμανς VANITAS θέλει να γίνει ένας εφήμερος καθρέφτης της «ματαιοδοξίας» μας, της απατηλής της λάμψης. Ταυτόχρονα λειτουργεί όπως ένας σαγηνευτικός πίνακας του μπαρόκ: ξορκίζει την κόπωση των ημερών και ξαναδίνει πίστη στην ομορφιά της ζωής!
Στην ιστορία της τέχνης, vanitas ονομάζεται το συμβολικό έργο τέχνης που δείχνει την παροδικότητα της ζωής, τη ματαιότητα της ηδονής και τη βεβαιότητα του θανάτου· οι έννοιες αυτές υποβάλλονται με την αντιπαράθεση μιας νεκροκεφαλής με σύμβολα πλούτου, ευμάρειας και πολυτέλειας. Το λατινικό ουσιαστικό vanitas προέρχεται από το επίθετο vanus (κενός) και παραπέμπει στη φράση από τον Εκκλησιαστή “vanitas vanitatum, et omnia vanitas” (ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης). Στις νεκρές φύσεις vanitas, ένα δημοφιλές είδος στη Δυτική Ευρώπη του 16ου και 17ου αιώνα, συχνά απεικονίζονται πολυτελή σκεύη πάνω σε πλούσια υφάσματα, μουσικά όργανα, βιβλία, επιστημονικά όργανα, σύνεργα καπνίσματος -ό,τι μπορεί να προσφέρει χαρά κι απόλαυση στον άνθρωπο- μαζί με κλεψύδρες, εύθραυστα αντικείμενα από γυαλί, νεκροκεφαλές. Όλα αυτά υποδηλώνουν τη ματαιότητα του πλούτου, το περαστικό της ομορφιάς, το αναπότρεπτο του χρόνου. Οι πίνακες αυτοί καλούν σε περισυλλογή, λειτουργούν ως ένα memento mori (υπόμνηση θανάτου). Ωστόσο, η άλλη όψη της vanitas θα μπορούσε να είναι το carpe diem (άδραξε τη μέρα). Μια γιορτή του εφήμερου και των αισθήσεων, μια κατάφαση στην αβεβαιότητα της ύπαρξης, ένα memento vitae (υπόμνηση ζωής).